ίντερβιου

ίντερβιου
το
άκλ. (λ. αγγλ.)
1. δημοσιογραφική συνέντευξη.
2. γενικά συνάντηση με κάποιο πρόσωπο και συζήτηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιντερβιού — το 1. δημοσιογραφική συνέντευξη 2. συνάντηση και συζήτηση με επίσημο ή ανώτερο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interview. Για την ξένη λ. interview στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται η λ. συνέντευξη. Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”